- διανεμίζω
- 1. απλώνω ή τινάζω κάτι για να στραγγίσει ή να στεγνώσει2. λιχνίζω3. διασκορπίζω κάτι (στον άνεμο).[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιανέμιστος — η, ο [διανεμίζω] αυτός που δεν στέγνωσε με τον άνεμο, ο υγρός … Dictionary of Greek